χορηγοῦσαν

χορηγοῦσαν
χορηγέω
lead a chorus
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • αμφοτερόπλους — ἀμφοτερόπλους, ουν (Α) 1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πάροχος — (I) ό ΜΑ 1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος 2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ οχος)]. (II) ον, ΜΑ [παρέχω] χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν» …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • Αμπελογιάννης — (18ος αι.).Ονομαστός κλέφτης, o οποίος έδρασε πριν από την Επανάσταση στη δυτική Στερεά Ελλάδα και υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα. Τους θρύλους και τη ζωή του αναφέρει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ποίημα Αθανάσιος Διάκος.Ήταν γιος κτηνοτρόφου και… …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • μαόνα — Συνεταιρισμοί πιστωτών της Δημοκρατίας της Γένοβας κατά τον Μεσαίωνα. Αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν αποζημιώσεις για καταστροφές που προξενούσαν τρίτοι σε κάποια ξένη χώρα εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα, ως εγγύηση για τις πιστώσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • πακάτοι — Aποκαλούνται έτσι από τους βυζαντινούς διάφοροι βάρβαροι λαοί, που συμβάλλονταν με το Βυζάντιο διά πάκτου, δηλαδή με συνθήκη. Στους π. οι βυζαντινοί χορηγούσαν ένα ετήσιο ποσό και τους άφηναν να μπαίνουν ελεύθερα στο αυτοκρατορικό έδαφος για… …   Dictionary of Greek

  • Σούλι — I Ιστορική περιοχή της Ηπείρου, στο νομό Θεσπρωτίας, στις δυτικές πλαγιές των ομώνυμων βουνών. Τα βουνά αυτά είναι ορεινό συγκρότημα στο ανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας. Περιλαμβάνει τα όρη Μούργκα (1340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”